Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η φιλική συζήτηση

  • 1 беседа

    беседа ж η συνομιλία, η συζήτηση, η κουβέντα; дружеская - η φιλική συζήτηση
    * * *
    ж
    η συνομιλία, η συζήτηση, η κουβέντα

    дру́жеская бесе́да — η φιλική συζήτηση

    Русско-греческий словарь > беседа

  • 2 разговор

    разговор
    м ἡ συζήτηση [-ις], ἡ «ουνομι-λία, ἡ κουβέντα, ἡ συνδιάλεξη [-ις]:
    дружеский \разговор ἡ φιλική συζήτηση· телефонный \разговор ἡ τηλεφωνική συνδιάλεξη· вести \разговор συνομιλώ· заводить (вступать в) \разговор ἀνοίγω (πιάνω) συζήτηση· переводить \разговор на другое ἀλλάζω κουβέντα· обрывать \разговор διακόπτω τήν συζήτηση· без лишних \разговоров χωρίς περιττές κουβέντες· и \разговора об этом не было δέν ἐγινε κάν λογος γι ' αὐτό· только и \разговору что об этом εἶναι τό μοναδικό θέμα συζήτησης· верну́ться к \разговору о чем-л. ἐπανέρχομαι σέ κάποιο ζήτημα· ◊ быть предметом \разговора εἶμαι τό θέμα τής συζήτησης.

    Русско-новогреческий словарь > разговор

См. также в других словарях:

  • βεγγέρα — η βραδινή συγκέντρωση σε σπίτι για φιλική συζήτηση ή διασκέδαση, συναναστροφή όπου προσφέρονται αναψυκτικά, ελαφρά ποτά και γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. veggheria «αγρυπνία, εσπερίδα»] …   Dictionary of Greek

  • λαλιά — η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ) νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες τού κράχτη πετεινού τη… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • προσπελάζω — ΝΜΑ (αμτβ.) (με φιλική ή εχθρική σημ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω κάποιον ή κάτι μσν. αρχ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να προσεγγίσει κάποιον ή κάτι άλλο, φέρνω κάποιον ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο («νέα μὲν μοι κατέαξε... ἄκρῃ προσπελάσας», Ομ. Οδ.)… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»